- συνεδριαζόντων
- συνεδριάζωpres part act masc/neut gen plσυνεδριάζωpres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προεδριάζω — Μ [πρόεδρος] προεδρεύω («προεδριαζόντων τῶν δεῑνα καὶ συνεδριαζόντων τῶν δεῑνα», Ανδρ. Χαρτοφύλ.) … Dictionary of Greek